Την 19η του Μάη είναι σύνηθες να δημοσιεύονται πολλά άρθρα γύρω από το θέμα της γενοκτονίας των Ποντίων από τους Τούρκους (η οποία χρήζει αναγνώρισης, από όλα τα έθνη και λαούς ανεξαιρέτως) αλλά ελάχιστα από αυτά αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνα, τα μαύρα για τον Ελληνισμό του Πόντου, χρόνια.
Στην μνήμη λοιπόν των θυμάτων της γενοκτονίας, των εκτοπισθέντων, εξορισθέντων και βασανισμένων Ποντίων, παραθέτω το παρακάτω άρθρο (μακροσκελές, πλην όμως πολύ ενδιαφέρον), το οποίο αποτελείται από τμήματα της σημαντικής ιστορικής εργασίας του κ. Θεοφάνη Μαλκίδη, Λέκτορα Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης με ταυτόχρονη σύντομη ανάλυση του αξιοποίνου του όρου «γενοκτονία» και το οποίο πρέπει να τύχει της ιδιαίτερης προσοχής των αναγνωστών κάθε φύλου και ηλικίας. Γιατί, «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει». George Santayana, 1863-1952, Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος. .
—————-//——————-
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Οι κυριότερες πόλεις του Πόντου ήταν η Τραπεζούντα με 50.000 κατοίκους, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες, η Κερασούντα με 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 12.000 ήταν Έλληνες, η Τρίπολη με 10.000 συνολικό πληθυσμό και 3.000 Έλληνες, τα Κοτύωρα με 12.000 πληθυσμό και με 6.000 Έλληνες, η Αμισός (Σαμψούντα) με 35.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες, η Σινώπη με 15.000, από τους οποίους 4.500 Έλληνες, η Νικόπολη με 1.500 Έλληνες, η Αργυρούπολη με 6.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 Έλληνες και η Αμάσεια με 42.000, από τους οποίους 18.000 ήταν Έλληνες. Ο Πόντος ήταν χωρισμένος σε 6 μητροπόλεις:
1. τη μητρόπολη Τραπεζούντας με 84 σχολεία, 165 καθηγητές και δασκάλους και 6.800 μαθητές και μαθήτριες,
2. τη μητρόπολη Ροδοπόλεως με 55 σχολεία, 87 καθηγητές και δασκάλους και 3.053 μαθητές και μαθήτριες,
3. τη μητρόπολη Κολωνίας με 88 σχολεία, 94 καθηγητές και δασκάλους και 4.900 μαθητές και μαθήτριες,
4. τη μητρόπολη Χαλδίας – Κερασούντας με 252 σχολεία, 322 καθηγητές και δασκάλους και 24.800 μαθητές και μαθήτριες,
5. τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με 182 σχολεία, 193 καθηγητές και δασκάλους και 12.800 μαθητές και μαθήτριες και
6. τη μητρόπολη Αμάσειας με 376 σχολεία, 386 καθηγητές και δασκάλους και 23.600 μαθητές και μαθήτριες.
Η γενοκτονία
Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ξεκινά το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η άνοδος των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η είσοδος της Γερμανίας στο Οθωμανικό κράτος, δημιούργησαν τις συνθήκες για την έναρξη των διωγμών.
Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1915, όταν οι συγκρούσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της γενοκτονίας. Ο Αυστριακός Πρόξενος στην Τραπεζούντα υπολόγιζε, τον Ιανουάριο του 1918, σε 80.000-100.000 τους εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου, ενώ ελληνικές μαρτυρίες ανεβάζουν στις 233.000 τους νεκρούς και σε 85.000 όσους εκδιώχθηκαν στη Ρωσία.
Η τρίτη περίοδος 1919-1924 αποτελεί την τελευταία και πιο έντονη φάση γενοκτονίας, όταν η εδραίωση του Μουσταφά Κεμάλ στο οθωμανικό εσωτερικό συμπίπτει με την δημιουργία της ΕΣΣΔ και τη βοήθειά της προς το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, την ελληνική παρουσία στην Ιωνία και την ανατολική Θράκη, καθώς και την αλλαγή στους προσανατολισμούς στην εξωτερική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είναι η στιγμή που το ζήτημα της ίδρυσης ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους αν και τέθηκε, συνάντησε την αντίθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου και η χρονική φάση που ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Τοπάλ Οσμάν ένωσαν τις δυνάμεις τους.
Η απόφαση για την μαζική δολοφονία του Ποντιακού Ελληνισμού λήφθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919–1923). Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών· πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων (και κατά των Αρμενίων).
Η άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ σηματοδοτεί ένα νέο διωγμό κατά των Ελλήνων, παρά τις εντολές (του σουλτάνου) για να προστατευτούν οι Έλληνες και οι Aρμένιοι.
O αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph, σχολιάζοντας τους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού της Mικράς Ασίας στην Τραπεζούντα το 1919, γράφει ότι «οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Ασία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1915… Οι συμμορίες των Εθνικών Οργανώσεων συσπειρώνοντας σε κάθε χωριό τους φανατικούς μουσουλμάνους κατοίκους πολιορκούσαν τα ειρηνικά ελληνικά χωριά και μαζί με τον αφανισμό των κατοίκων, εξαφάνιζαν από το πρόσωπο της γης και την ύπαρξη των κτισμάτων του χωριού. H τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε όριο. Οι συμμορίες λυμαίνονταν τις περιοχές του Πόντου. Δηλητηρίαζαν τους πάντες και τα πάντα και διατυμπάνιζαν ότι, αν οι όροι της Ειρήνης δεν ήταν ικανοποιητικοί τότε η γενική καταστροφή θα ήταν πραγματικότητα. Mαζί με τις οργανωμένες κεμαλικές ομάδες συνυπεύθυνος στον ξεσηκωμό του λαού ήταν και ο οθωμανικός τύπος, «ο αίτιος όλων των δεινών, πασών των συμφορών, ο ωθήσας την ατυχή χώραν εις το χείλος του τάφου, ο βυθίσας εις την άβυσσον το κράτος»
Για την επικράτηση του κεμαλισμού χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα. Στρατιωτικά, πολιτικά, «θεσμικά». Τα τελευταία συγκεκριμενοποιήθηκαν με τα «δικαστήρια ανεξαρτησίας», στην Αμάσεια, όπου η δικαστική διαδικασία ήταν συνοπτική. Mετά την απολογία, ανακοίνωναν στους προγραφέντες την απόφαση του δικαστηρίου ο απαγχονισμός, με την οποία βρήκε το θάνατο η θρησκευτική, πνευματική και πολιτική ηγεσία του Πόντου. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου συζητήθηκε στις 7 Nοεμβρίου 1921 στη Bουλή των κοινοτήτων της Mεγάλης Βρετανίας, όπου ο βουλευτής T. P. O’ Connor ρώτησε τον υφυπουργό Eξωτερικών Harmsworth ποιες ενέργειες έγιναν για τον απαγχονισμό των 67 Eλλήνων και 3 Aρμενίων από τους κεμαλικούς, αλλά και για τις βιαιοπραγίες και τις εκτοπίσεις των γυναικοπαίδων.
Από την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έως το 1924, οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί με τα μέτρα που έλαβαν εξόντωσαν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου. Σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων τα θύματα των μαζικών δολοφονιών ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922. Μέχρι την άνοιξη του 1924 υπήρξαν ακόμη 50.000 θύματα, συνολικά δηλαδή ο αριθμός των Ποντίων που δολοφονήθηκαν ως το Μάρτιο του 1924 ήταν 353.000, ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του συνολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου, όταν η στατιστική του 1914 αναφερόταν σε 700.000 κατοίκους.
Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές αρχές προσχεδίασαν και συμμετείχαν στην γενοκτονία. Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και την Συρία των Ποντιακών πληθυσμών είτε με τη μορφή κυβερνητικών αποφάσεων είτε νομοσχεδίων της εθνοσυνέλευσης, όπως η 1041 της 12ης Ιουνίου 1921 και η 941 της 16ης Ιουνίου του ίδιου έτους, έχουν την υπογραφή των υπουργών και του Κεμάλ.
Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους, με οικογένειες που διαλύθηκαν ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναλάβουν αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο.
Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο ξεριζωμός των επιζώντων και έτσι έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία υπολείμματα της «εν ροή γενοκτονίας» όπως ονομάστηκε. Πολλοί Πόντιοι επιζώντες θα ζήσουν δύσκολες στιγμές στο ελλαδικό κράτος. Σύντομα πολλοί θα αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από τη χρονική περίοδο μίας γενιάς αρκετοί θα ξαναγίνουν πρόσφυγες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ θα ξαναβρούν τους συγγενείς τους και συμπολίτες τους και θα μάθουν για την τύχη των αγνοούμενων μετά τη γενοκτονία.
Η Γενοκτονία ως έγκλημα στη διεθνή πολιτική
Η έννοια «γενοκτονία εκφράζεται για πρώτη φορά το 1944 από τον Πολωνό εβραϊκής καταγωγής Raphael Lemkin (Ραφήλ Λέμκιν – πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας»- και αναδείχθηκε λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί.
ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
Η νομική έννοια της «Γενοκτονίας» εφαρμόστηκε στην δίκη της Νυρεμβέργης (και του Τόκιο) και αναφέρεται σε έναν ορισμένο τύπο εγκλήματος πολέμου που έως τότε ήταν σχεδόν ασήμαντος, ή μάλλον ακριβέστερα αποδίδεται στην πρώτη νομικά καταχωρημένη διάπραξη αυτού του εγκλήματος: την συστηματική εξόντωση κάποιων «κατώτερων» λαών στην Ευρώπη από τους Ναζί.
Το έγκλημα αυτό που νομικά ορίζεται ως «γενοκτονία» έχει ως αφετηρία του τον ρατσισμό και απλώς αποτελεί την λογική και μοιραία του συνέπεια όταν εκείνος μπορέσει να αναπτυχθεί ελεύθερα, όπως συνέβη στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας.
Η πρακτική και το όλο πνεύμα της Γενοκτονίας στηρίχθηκε επάνω στα εξής αυθαίρετα «αξιώματα»: Ιεράρχηση των πολιτισμών, υπάρχουν κάποιοι που είναι «ανώτεροι» και κάποιοι που είναι «κατώτεροι» και μόνο ένας πολιτισμός δικαιούται να στέκεται στην κορυφή.
Πρόβλημα στη δίκη των κατηγορούμενων για γενοκτονία μπορεί να υπήρχε, αφού δίχως ισχύων νόμο δεν υπάρχει τιμωρία, αφού όρος «γενοκτονία» δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο και έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων ήταν υπό αμφισβήτηση. Το ποινικό δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορούσε να δράσει αναδρομικά, από την άλλη πλευρά όμως ήταν διαπιστωμένο πως σε όλα τα νομικά πλαίσια δεν υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας. Εξάλλου, πολλά από τα διαπραγμένα εγκλήματα ήταν τόσο απάνθρωπα που δεν μπορούσε εκ των προτέρων να τα αναλογιστεί ο μηχανισμός ελέγχου ώστε να προνοήσει με νόμους γι΄ αυτά.
Ο ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω).
Η γενοκτονία σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, αφορά ένα έγκλημα που αποβλέπει στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή.
Αυτός ο οποίος διαπράττει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε αλλά για κάτι που είναι.
Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της ομάδας με βέβαιη με την πάροδο του χρόνου απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Ωστόσο, η απόδοση του όρου για μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου χαρακτήρα, ενέχει υποκειμενικά κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων.
Η γενοκτονία και η τιμωρία των εγκληματιών
Τα στρατιωτικά δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο ήταν προσωρινές διευθετήσεις και η ανθρωπότητα χρειαζόταν ένα μόνιμο ΔΠΔ για να δικάζει και να τιμωρά όσους διαπράττουν γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, περιλαμβανομένων και εκείνων που παρόλο που δεν διέπραξαν οι ίδιοι τέτοια εγκλήματα, ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί τους.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ένας αριθμός διεθνών Συνθηκών ενδυνάμωσαν το δίκαιο που αφορούσε «εγκλήματα ενάντια στην ειρήνη και την ασφάλεια της ανθρωπότητας». Τέτοια είναι η Συνθήκη Ενάντια στα Βασανιστήρια και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης» του 1984 η οποία, όπως και άλλες Συνθήκες, προέβλεπαν ότι τα δικαστήρια μια χώρας που υπέγραψε την Συνθήκη θα δίκαζαν άτομα ύποπτα για την διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων. Η δυσκολία, είναι ότι συχνά αυτοί που διαπράττουν τέτοια έγκλημα είναι σε θέση να αποφύγουν την Δικαιοσύνη.
Στην δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης συνέβαλε κατά πολύ το Άρθρο VII της Συνθήκης για την Γενοκτονία του 1948 που προνοούσε την δημιουργία τέτοιου δικαστηρίου.
Το 1994 η Διεθνής Επιτροπή για το Δίκαιο προετοίμασε ένα προσχέδιο για ένα ποινικό κώδικα για Εγκλήματα Ενάντια στην Ειρήνη και στην Ασφάλεια της Ανθρωπότητας. Τον επόμενο χρόνο η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ διόρισε μια Επιτροπή για να προετοιμάσει το κείμενο μιας Συνθήκης για την δημιουργία ενός ΔΠΔ.
Η Συνθήκη της Ρώμης για το ΔΠΔ υπογράφτηκε το 1998 και τέθηκε σε ισχύ την 1η του Ιούλη το 2002. Μέχρι τις 3 του Μάη 2004, συνολικά 94 χώρες είχαν επικυρώσει την Συνθήκη της Ρώμης.
Μεταξύ αυτών που δεν την έχουν επικυρώσει είναι η Τουρκία, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσία και το Πακιστάν. Τα γεγονός ότι αρκετές χώρες, περιλαμβανομένων και μερικών μεγάλων χωρών, δεν έχουν επικυρώσει την Συνθήκη της Ρώμης, περιορίζει κατά κάποιον τρόπο την αποτελεσματικότητα του ΔΠΔ να πετύχει την αποστολή του.
Δύο βασικές αδυναμίες του ΔΠΔ είναι ότι δεν μπορεί να δικάσει υποθέσεις για εγκλήματα που διεπράχθησαν πριν την 1η του Ιούλη 2002 και η δικαιοδοσία του είναι συμπληρωματική εκείνης των δικαστηρίων των χωρών που έχουν επικυρώσει την Συνθήκη της Ρώμης.
Η Τουρκία υπέγραψε την απόφαση για τη γενοκτονία την 31η Ιουλίου 1950 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης την 19η Μαρτίου 1954, αποδεχόμενη εξ΄ ολοκλήρου τον ορισμό της γενοκτονίας, σε αντίθεση με τις χώρες που είχαν αποικίες όπως αναφέραμε. Ωστόσο η Τουρκία ενέταξε το αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα 50 και πλέον χρόνια μετά το Φεβρουάριο του 2005.
Μετά τη γενοκτονία και η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης
Σ΄ όλο το διάστημα μετά το 1922-1923, το ζήτημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ενταφιάσθηκε όπως άλλωστε και συνολικά το ζήτημα των Ελλήνων της Ανατολής, με την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930.
Ταυτόχρονα οι Πόντιοι ήταν μία μεγάλη, συμπαγής λόγω παραδόσεων κοινωνική ομάδα όπου ο κάθε κρατικός -πολιτικός -κομματικός σχηματισμός μπορούσε να υλοποιήσει θέματα πελατειακής πολιτικής και στην ελλαδική κοινωνική δομή τις περισσότερες φορές οι Πόντιοι ταυτιζόταν με το χορό και το τραγούδι.
Η σύναψη του ελληνοτουρκικού συμφώνου το 1930 αποτέλεσε τόσο την οριστική διακοπή των προσδοκιών που καλλιεργούνταν για επιστροφή, όσο και την απώλεια των περιουσιών. Ωστόσο, η πιο σημαντική επίπτωση της συμφωνίας Βενιζέλου- Κεμάλ- Ινονού, ήταν η εκδίωξη της μνήμης από το προσκήνιο.
Οι Πόντιοι αποτελούσαν πλέον μία φολκλορική επίδειξη όπου κυριαρχούσαν ο χορός και το τραγούδι. Λίγο αργότερα προστέθηκε και η σύναξη της ελλαδικής πολιτικής τάξης στην Παναγία Σουμελά, στο όρος Βέρμιο και η πελατειακή αντιμετώπιση του εκλογικού σώματος των Ποντίων. Στο διάστημα αυτό και μέχρι το 1952, το Ποντιακό ζήτημα παρέμεινε άγνωστο στο ελλαδικό χώρο, την ίδια ώρα που χιλιάδες Πόντιοι που έμειναν πίσω αντιμετώπιζαν ένα αντιδημοκρατικό και φασιστικό καθεστώς, ενώ παράλληλα οι Πόντιοι της ΕΣΣΔ βίωναν μία νέα γενοκτονία.
Έτσι, έμειναν να θυμίζουν το Ποντιακό μόνο οι παρουσίες των Ιασονίδη, Πασσαλίδη, Κτενίδη, του Επισκόπου Τραπεζούντας και μετέπειτα πάσης Ελλάδας Χρύσανθου και άλλων. Στο κλείσιμο αυτής της περιόδου και με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου πολλοί Πόντιοι θα αναγκασθούν σε νέα προσφυγιά. Στην Σοβιετική Ένωση, θα συναντήσουν τους συμπατριώτες τους, οι οποίοι είχαν βρει εκεί καταφύγιο μετά τη διάπραξη του μαζικού εγκλήματος από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς. Πολλοί από αυτούς είχαν να διηγηθούν νέους διωγμούς και εξορίες στην σταλινική περίοδο.
[**Πηγή: Θεοφάνης Μαλκίδης, Λέκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.]
Ο Γρηγόρης Εδιρνέλης είναι δικηγόρος και δημοτικός σύμβουλος του δήμου Ωραιοκάστρου.